-
1 ὑπερ-φυής
ὑπερ-φυής, ές, über die Natur hinausgehend, sowohl an Größe, als in seiner ganzen Beschaffenheit, dah. übermäßig, außerordentlich; im guten Sinne, Her. 9, 78; Aesch. frg. 208; ὑπερφυὴς τὸ μέγεϑος Ar. Pax 229; ὄχλος ὑπερφυὴς ὅσος Plut. 750; ὑπερφυεῖς ἔργοις Plut. Thes. 6; Rom. 3; im schlimmen Sinne, Her. 8, 116; bes. sonderbar, σχέτλια λέγεις καὶ ὑπερφυῆ Plat. Gorg. 467 b; ὑπερφυέστατος, Lys. 27, 12; πῶς οὐχ ὑπερφυές; ist es nicht überaus sonderbar? Dem. – Bes. adv. = wunderbar, sonderbar, d. i. gar sehr, ὑπερφυῶς ἐδόκει ἅπασιν ἀληϑῆ εἶναι τὰ εἰρημένα Plat. Prot. 358 a; ὑπερφυῶς ὡς ἀληϑῆ λέγεις Phaed. 66 a, u. öfter; auch absolut in der Antwort, ὑπερφυῶς μὲν οὖν, Rep. VII, 525 b.
См. также в других словарях:
υπερφυής — ές / ὑπερφυής, ές, ΝΜΑ 1. αυτός που υπερβαίνει τη φύση, που βρίσκεται πάνω από τον φυσικό κόσμο, υπερφυσικός (α. «υπερφυής κόσμος» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῡς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι. γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον.… … Dictionary of Greek
NOVEMCUBITALIS — Graece Εἰνάπηχυς, apud Lycophronem Cassandrâ. Γυναιξὶ δ᾿ ἔςται τεθμὸς ἐτχώριος ἀεὶ, Πενθεῖν τὸν εἰνάπηχυν Αἰακοῦ τρίτον. Et feminis lex semper indigenis erit, Cubitûm novenûm flere tertium Aeaci etc. Achillis epitheton; non quod tot praecise… … Hofmann J. Lexicon universale
όσος — η, ο (ΑΜ ὅσος, η, ον, Α επικ. ὅσσος, αιολ., λεσβ. τ. ὄσσος, κρητ. τ. ὄζος, και σε επιγρ. ὄττος, η, ον) (αναφ. αντων.) 1. ίδιος κατά ποσότητα, πλήθος, αριθμό, βάρος, χρονική διάρκεια, απόσταση, ισχύ κ.λπ. με κάποιον άλλο (α. «έχω τόσα χρήματα όσα… … Dictionary of Greek